- απλάδενα
- ἁπλάδενα, η (Μ)πλατύ και ρηχό πιάτο, πιατέλα.[ΕΤΥΜΟΛ. Με συμφυρμό < απλάδα + πιατένα < (βενετ.) piadena].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απλάδα — η 1. ανοιχτός επίπεδος τόπος 2. απλάδενα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντ. του ουσ. απλάδι] … Dictionary of Greek